ἐξαρκούντως

ἐξαρκούντως
ἐξαρκούντως
enough
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαρκούντως — ἐξαρκούντως (Α) [εξαρκώ] επίρρ. 1. επαρκώς, αρκετά («ἠρίστηται δ έξαρκούντως», Αριστοφ.) 2. φρ. «ἐξαρκούντως ἔχω τινί» αρκούμαι σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”